παπαδικό

παπαδικό
παπαδικό το
здание, дом, в котором живут священники

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παπαδικό" в других словарях:

  • παπαδική — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστοί μεγάλοι χειρόγραφοι κώδικες, γραμμένοι με το αρχαίο στενογραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής. Οι κώδικες αυτοί περιέχουν μαθήματα του λεγόμενου παπαδικού μέλους, που ψάλλεται στις ιερές ακολουθίες. Οι αρχαίες Π …   Dictionary of Greek

  • παπαδικός — ή, ό [παπάς / παπάδες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπά 2. το θηλ. ως ουσ. η παπαδική το έργο, το επάγγελμα τού παπά, η ιεροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. το παπαδικό(ν) (ενν. μέλος) ένα από τα τρία είδη τών διαφόρων μελών τής εκκλησιαστικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»